Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λύνω το

  • 1 λύνω

    (αόρ. έλυσα) μετ.
    1) развязывать, отвязывать, освобождать; ослаблять (верёвку и т. п.);

    λύν τον επίδεσμο — разбинтовывать;

    λύνω τίς πλεξούδες — распускать косы;

    2) перен. расслаблять (мышцы и т. п.);
    3) разбирать на части (механизм и т. п.); 4) решать (задачу и т. п.); разгадывать (загадку и т. п.); 5) разрешать, урегулировать; 6) прекращать;

    λύνω την σιωπή — нарушать молчание;

    λύνω την πολιορκία — снимать осаду;

    λύνω την απεργία πείνας — прекращать голодовку;

    λύνω τη συνεδρίαση — закрывать собрание;

    7) расторгать, аннулировать, отменять;
    § εξουσία τού δεσμείν και λύειν полная свобода действий; του λύσανε τον αφαλό στο ξύλο его сильно избили;

    λύνομαι

    1) — быть парализованным, отняться;

    λυθήκανε τα γόνατα μου από το φόβο от страха у меня отнялись ноги;
    2) не действовать, не функционировать (об организации и т. п.); 3) разбинтовываться; 4) гнить, разлагаться; § λύθηκα στα γέλια я хохотал до упаду; λύθηκε η γλώσσα του у него язык развязался, он заговорил;

    μου λύνεται ο αφαλός απ' τα γέλια — покатываться, умирать со смеху

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λύνω

  • 2 λύνω

    [лино] ρ развязывать, отвязывать.

    Эллино-русский словарь > λύνω

  • 3 γλώσσα

    I η
    1) анат. язык;

    γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;

    δείχνω τη γλώσσαпоказывать язык (врачу);

    βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);

    2) язык, речь;

    μητρική γλώσσα — родной язык;

    ξένη γλώσσα — иностранный язык;

    ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;

    λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;

    γλώσσα γραφομένη — письменная речь;

    ομιλούμενη γλώσσαразговорный язык (в противоположность письменному языку);

    απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;

    ιδιωματική γλώσσα — диалект;

    αδελφές γλώσσες — родственные языки;

    δημοτική (γλώσσ) — димотика;

    μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;

    (γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;

    μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;

    ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;

    3) перен. язык, язычок;

    γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;

    γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;

    γλώσσα νήζ — коса (шиш);

    γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;

    γλώσσα καμπάνας — язык колокола;

    γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;

    § κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;

    όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;

    γλώσσα σπαθί — острый язык;

    έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;

    γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;

    πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;

    έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;

    η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;

    η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;

    του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;

    λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;

    του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;

    μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;

    με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;

    ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);

    δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;

    δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;

    δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;

    μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;

    με τη γλώσσα εξω — высунув язык;

    μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;

    γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;

    μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;

    λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой

    γλώσσα2
    II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλώσσα

  • 4 διαφορά

    η
    1) различие, разница;

    διαφορά των ειδών биол — видовое различие;

    ουσιαστική διαφορά — существенная разница;

    ταξική διαφορά — классовые различия;

    διαφορά στην ηλικία (στην τιμή) — разница в годах (в цене);

    η διαφορά είναι στο ότι... — разница в том, что...;

    με τη διαφορά ότι... — с той разницей, что...;

    2) несогласованность, отсутствие единства; расхождение, разногласие;

    διαφορά απόψεων ( — или αντιλήψεων, γνωμών) — расхождения во взглядах, разногласия;

    3) спор, конфликт;

    λύνω τη διαφορά — разрешить конфликт, спор;

    4) доход, прибыль;
    5) мат. остаток;

    § βς μοιράσωμε την διαφοράдавайте пойдём на компромисс

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαφορά

  • 5 κομπόδεμα

    τό
    1) завязывание узелка (на уголке платка); 2) узелок с деньгами; 3) перен. кубышка;

    κάμνω κομπόδεμα — класть деньги в кубышку;

    § λύνω το κομπόδεμαраскошеливаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κομπόδεμα

  • 6 κόμπος

    ο
    1) узел, узелок;

    δένω κόμπο — завязывать узел;

    λύνω τον κόμπο — а) развязывать узел; — б) разрешить вопрос;

    2) затверделость; мозоль;
    3) перен. ком (в горле и т. п.);

    μ' επιασε κόμπος — ком подкатил у меня к горлу;

    νοιώθω έναν κόμπο στην καρδιά — я чувствую, как у меня подкатило к серд- цу;

    4) см. κομπόδεμα 2;
    5) капля, чуточка;

    δεν έχει κόμπο μυαλό — у него нет ни капли здравого смысла;

    δεν έμεινε ούτε κόμπος κρασί — не осталось ни капли вина;

    6) бот. узел; сучок;
    7) мор. узел (мера скорости);

    § τό δένω κόμπο — а) ждать обещанного; — б) верить на слово;

    εδώ είναι ο κόμπος — вот в чём загвоздка;

    δέσε κόμπο στο μαντήλι — завяжи узелок на память; — не забывай;

    έφτασε ( — или ήλθε) ο κόμπος στο χτένι — дело зашло в тупик

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόμπος

  • 7 λύω

    см. λύνω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λύω

  • 8 μάγια

    τα
    1) чары, колдовство, магия;

    κάνω (τα) μάγια — ворожить, колдовать;

    ρίχνω ( — или κάνω) σε κάποιον μάγια — околдовывать кого-л.;

    λύνω τα μάγια — снимать чары;

    2) прелесть, очарование;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μάγια

  • 9 πρόβλημα

    το проблема, вопрос; задача (тж. перен.);

    συλλογή πρόβλημάτων — задачник;

    άλυτο πρόβλημαнерешённая или неразрешимая задача;

    βάζω πρόβλημα — ставить проблему;

    λύνω το πρόβλημα — решать задачу;

    είναι πρόβλημα άν... — это ещё вопрос..., весьма сомнительно, чтобы..., не знаю, удастся ли...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόβλημα

  • 10 σταυρόλεξο(ν)

    το кроссворд;

    λύνω σταυρόλεξο(ν)решать кроссворд

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σταυρόλεξο(ν)

  • 11 σταυρόλεξο(ν)

    το кроссворд;

    λύνω σταυρόλεξο(ν)решать кроссворд

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σταυρόλεξο(ν)

  • 12 τόπος

    ο
    1) мёсю;

    πιάνω τον τόπο — занимать место (в пространстве);

    βάζω στον τόπο του — ставить на своё место;

    2) местность, край;

    πατρικός τόπος — родной край;

    στον τόπο μας — в наших местах, краях; — у нас на родине;

    § κοινός τόπος — общее место;

    αφήνω στον τόπο — убить наповал, сразить;

    μένω στον τόπο — внезапно умереть;

    επέχω τόπο — быть вместо (кого-л.), замещать (кого-л.);

    η παρουσία μου επέχει τόπο απόδειξης — моё присутствие свидетельствует об этом;

    επί τόπου — на месте;

    λύνω το ζήτημα επί τόπου — разрешить вопрос на месте;

    δίνω τόπος της οργής ( — или στην οργή) — подавить гнев, обуздать свой гнев;

    πιάνω τόπο — быть израсходованным с пользой; — не пропасть даром

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τόπος

См. также в других словарях:

  • λύνω — λύνω, έλυσα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • λύνω — έλυσα, λύθηκα, λυμένος 1. αφαιρώ ή χαλαρώνω δέσιμο: Έλυσα τα κορδόνια των παπουτσιών. 2. ελευθερώνω κάποιον από τα δεσμά του: Ο σκύλος όρμησε στον άγνωστο γιατί ήταν λυμένος. 3. διαλύω: Έλυσα το όπλο. 4. βρίσκω το ζητούμενο ενός προβλήματος, μιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξελύνω — λύνω, ελευθερώνω κάτι που είναι δεμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ λύω (αόρ. ἐξ έλυσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • ξεμαγεύω — λύνω τα μάγια …   Dictionary of Greek

  • παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • υπολύω — Α [λύω] 1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι από κάτω ή χαμηλά («πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ ἔλυσε», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με άλογα ή βόδια) λύνω από τον ζυγό 3. (σχετικά με πρόσ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω από τα δεσμά 4. λύνω και βγάζω τα παπούτσια κάποιου 5. (μέσ …   Dictionary of Greek

  • Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция …   Википедия

  • εκλύω — (AM ἐκλύω) 1. λύνω, απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ό,τι τόν κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο 2. χαλαρώνω, εξασθενίζω 3. (για τα ήθη) χαλαρώνω, καθιστώ λιγότερο αυστηρά νεοελλ. μέσ. (για ενέργεια) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο περιβάλλον αρχ. μσν …   Dictionary of Greek

  • λύσιμο — το [λύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λύνω, η λύση («τα κορδόνια θέλουν λύσιμο») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»